Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σίμωση — η / σίμωσις, ώσεως, ΝΑ [σιμῶ] 1. το να είναι η μύτη σιμή, πλακουτσωτή 2. (γενικά) η προς τα επάνω κλίση ενός πράγματος … Dictionary of Greek
σίμωση — η κύρτωση προς τα πάνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)